πληθυσμιακός

πληθυσμιακός
-ή, -ό, Ν [πληθυσμός]
πληθυσμικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πληθυσμικός — ή, ό, Ν [πληθυσμός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πληθυσμό, πληθυσμιακός (α. «πληθυσμική ανάπτυξη» β. «πληθυσμική έκρηξη») 2. φρ. «πληθυσμικός νόμος» μαρξιστική αρχή τής συσχέτισης τού εργατικού δυναμικού και τής παραγωγικής… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”